Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κροκοδείλους π

См. также в других словарях:

  • κροκοδείλους — κροκόδειλος hzard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλουβιανός — (pluvianus aegyptius). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Γλαρεολιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων, γνωστό με το κοινό όνομα φύλακας του κροκόδειλου. Έχει συνολικό μήκος είκοσι περίπου εκ. και πτέρωμα με άσπρες, μαύρες, καφέ και σταχτιές… …   Dictionary of Greek

  • αλιγάτορας — Φολιδωτό ερπετό της τάξης των κροκοδειλίων. Διαφέρει από τους κροκόδειλους, γιατί το σώμα του είναι σχετικά κοντό και το κεφάλι του στρογγυλωπό. Τα δόντια του είναι κωνικά, χωρίς φατνία και πολύ κοντά το ένα με το άλλο. Τα δάχτυλά του, προπάντων… …   Dictionary of Greek

  • CHAMAELEON — I. CHAMAELEON commentarios libros in vatios Poetas edidit, nimirum eum εν τῷ περὶ Α᾿νακρέοντος citat Athenaeus, l. 12. Item, l. 13. περὶ Σαπφοῦς, et περὶ Σιμωνίδος. Ad haec περὶ Θεςπίδος Michael Apostolius, proverbiô, οὐδὲν πρὸς Διόνυσον. Idem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… …   Dictionary of Greek

  • κροκοδιλοβοσκός — κροκοδιλοβοσκός, ὁ (Α) αυτός που εκτρέφει ιερούς κροκοδείλους …   Dictionary of Greek

  • κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • γαβιάλης του Γάγγη — (gavialis gangeticus). Κροκοδειλοειδές της οικογένειας των γαβιαλιδών. Το μήκος του σώματος των αρσενικών μπορεί να περάσει τα 7 μ. Ο τράχηλος και η ράχη του σκεπάζονται με πλατιές φολίδες, που ενισχύονται από κάτω με οστέινες πλάκες δερμικής… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»